2 Δεκεμβρίου 2014

Η διαφθορά ως εχθρός των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ως έγκλημα κατά την Ελληνική νομοθεσία και το διεθνές δίκαιο.

Απόσπασμα από Επιστημονική Εργασία του Ανθυποπλοιάρχου   (Ε)  Γεωργίου Αλεξανδράκη Π.Ν. με θέμα 
«Η διαφθορά ως εχθρός  των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ως έγκλημα κατά την Ελληνική νομοθεσία και το διεθνές δίκαιο».






3.0 Η διαφθορά ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Μια ανάλυση / προσέγγιση της διαφθοράς που βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, θα τονίσει τη βλάβη που προκαλεί η διαφθορά στα άτομα. Από αυτή την άποψη, η οποία είναι και αυτή που υποστηρίζεται κατά κόρον από ημεδαπούς και αλλοδαπούς επιστήμονες, συχνά θεωρείται δεδομένο ότι η διαφθορά παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν οι άνθρωποι κάνουν αυτόν τον ισχυρισμό, έχουν μια σειρά από ζητήματα στο μυαλό τους και συνήθως σημαίνει ότι όταν η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη, οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη, δεν είναι ασφαλείς και δεν απολαμβάνουν προστασίας και με λίγα λόγια τα ανθρώπινα δικαιώματά τους είναι εξαιρετικά συμπιεσμένα κάτω από έναν ανεκτό μέσο όρο.
Έχει παρατηρηθεί σε χώρες όπου οι δικαστικοί υπάλληλοι και η αστυνομία να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στις δωροδοκίες παρά στον νόμο, τα νοσοκομεία να μην θεραπεύουν τους ανθρώπους επειδή οι ιατρικό προσωπικό μεροληπτεί υπέρ των ασθενών που πληρώνουν «μαύρα νοσήλια»,  ή επειδή τα νοσοκομεία στερούνται προμηθειών λόγω της διαφθοράς που επικρατεί στους διαγωνισμούς ή στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων προμηθειών, διαδικασίες στις οποίες κάνουν την εμφάνισή τους οι πλέον γνωστές σε όλους, «μίζες».


Συναφώς με τα ανωτέρω, οι φτωχές οικογένειες δεν μπορούν να τραφούν διότι τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης είναι διεφθαρμένα ή διαστρεβλωμένα για να υποστηρίζουν το δίκτυο των πελατειακών σχέσεων, τα σχολεία δεν μπορούν να προσφέρουν στους μαθητές τους μια καλή εκπαίδευση επειδή ο προϋπολογισμός της εκπαίδευσης έχει κατασπαταληθεί, οι αγρότες και οι πωλητές της αγοράς δεν μπορούν να κερδίσουν τα προς το ζην διότι  διεφθαρμένοι κρατούντες υφαρπάζουν κομμάτι της παραγωγής και των πωλήσεών τους.
Γενικά, με πολλούς τρόπους όπως οι παραπάνω, η διαφθορά ευνοεί τις διακρίσεις, στερεί εισόδημα από τις ευάλωτες ομάδες και αποτρέπει τους ανθρώπους από την εκπλήρωση των πολιτικών, ατομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και οικονομικών δικαιωμάτων τους (Marshall,2005).
Τα θεσμικά όργανα του ΟΗΕ και οι ειδικές διαδικασίες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όπου η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη, τα κράτη δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα.  Για πολλούς όχι άστοχα, ορισμένα διεθνή έγγραφα χαρακτηρίζουν την διαφθορά και της εξ’αυτής καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ως ένα «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», μια κατηγορία που περιλαμβάνει εγκλήματα γενοκτονίας και βασανιστηρίων (Clinard and Yeager,2005).
Ο βαθμός στον οποίο οι πράξεις διαφθοράς παραβιάζουν ευθέως τα ανθρώπινα δικαιώματα ή οδηγούν σε παραβιάσεις, σπανίως καθορίζεται και εξηγείται. Σε κάθε περίπτωση, δε, πολύ λίγα πράγματα έχουν γίνει ως προς τον ακριβή προσδιορισμό των συνδέσεων μεταξύ των πράξεων της διαφθοράς και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Cohen and Normann,1980).

3.1 Καθορισμός παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Επειδή όλες οι μορφές των διεφθαρμένων πρακτικών μπορούν μακροπρόθεσμα να έχουν αντίκτυπο στα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε μηχανικά ότι μια συγκεκριμένη πράξη δωροδοκίας παραβιάζει το ανθρώπινο δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι για να εφαρμοστεί το πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με χρήσιμο τρόπο, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση των διεφθαρμένων πρακτικών που παραβιάζουν άμεσα ένα ανθρώπινο δικαίωμα από τις διεφθαρμένες πρακτικές που οδηγούν σε παραβίαση του ανθρώπινου δικαιώματος και από τις πρακτικές διαφθοράς όπου πρακτικά δεν μπορεί να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια με μια συγκεκριμένη παραβίαση των δικαιωμάτων (Cooke and Kothari,2001).
Ένα κράτος είναι υπεύθυνο για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν μπορεί να αποδειχθεί ότι οι ενέργειές του (ή παραλείψεις) δεν συνάδουν με τις απαιτήσεις των διεθνών ή εθνικών προτύπων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για να προσδιοριστεί εάν μία συγκεκριμένη διεφθαρμένη πρακτική παραβιάζει το ανθρώπινο δικαίωμα, πρώτα είναι απαραίτητο να καθοριστεί το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενο της υποχρέωσης του εν λόγω ανθρώπινου δικαιώματος, καθώς και αν προέρχεται από το εσωτερικό δίκαιο, μία διεθνή συνθήκη, ένα έθιμο ή τις γενικές αρχές του δικαίου.
Οι υποχρεώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν για όλες τις εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική) σε όλα τα επίπεδα (εθνικό, περιφερειακό και τοπικό). Σύμφωνα με τη νομολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μια ενέργεια (ή παράλειψη) αποδίδεται στο κράτος όταν αυτή διαπράττεται, υποκινείται, ενθαρρύνεται ή γίνεται ανεκτή από οποιαδήποτε δημόσια αρχή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα.
Από τη σκοπιά της καταπολέμησης της διαφθοράς, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί η σύμβαση UNCAC, η οποία έχει ευρεία αντίληψη για την έννοια του «δημοσίου υπαλλήλου», και η οποία περιλαμβάνει «κάθε πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή παρέχει δημόσια υπηρεσία, όπως ορίζεται στο εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους και όπως εφαρμόζεται στο σχετικό τομέα του δικαίου του εν λόγω κράτους Μέρους» (Cornwall and Brock,2005).

4.0 Διαφθορά και αρχές της ισότητας και της μη διάκρισης
Οι αρχές της ισότητας και της μη διάκρισης αποτελούν θεμελιώδεις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αρχή ότι όλα τα άτομα είναι ίσα ενώπιον του νόμου και έχουν το δικαίωμα να προστατεύονται από το νόμο σε ισότιμη βάση, επιβεβαιώνεται σε όλες τις βασικές συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτές οι αρχές δεν σημαίνουν όμως ότι κάθε διαφορετική μεταχείριση συνεπάγεται διακρίσεις. Δεν αποτελεί διάκριση η διαφοροποίηση, για παράδειγμα αν τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι εύλογα και αντικειμενικά και ο σκοπός είναι νόμιμος. Η θετική δράση, καθώς και άλλες μορφές προτιμησιακής πρωτοβουλίας για παράδειγμα, δεν παραβιάζουν κατ’ ανάγκην την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να απαιτούνται για την εξάλειψη των διακρίσεων(Cornwall and Brock,2005).
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει ορίσει διάκριση ως «κάθε διαχωρισμό, αποκλεισμό, περιορισμό ή προτίμηση που βασίζεται σε οποιοδήποτε λόγο εξαιτίας της φυλής, του χρώματος, του φύλου, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, της περιουσίας, της γέννησης ή άλλης κατάστασης και η οποία έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την εκμηδένιση ή διακινδύνευση της αναγνώρισης, της απόλαυσης ή της εξάσκησης από όλα τα πρόσωπα, επί ίσοις όροις, όλων τα δικαιώματα και των ελευθεριών» (Davoodi et al,2000)
Τέσσερα χαρακτηριστικά αυτού του ορισμού είναι σχετικά σε σχέση με τη διαφθορά. Κατ’ αρχάς, οι πράξεις διάκρισης ορίζονται ευρέως (οποιαδήποτε διάκριση, αποκλεισμός, περιορισμός ή προτίμηση) και οι πράξεις δωροδοκίας εγγενώς διακρίνονται, αποκλείονται ή προτιμώνται. Δεύτερον, ο ορισμός παραθέτει μια σειρά από «λόγους» για διακρίσεις (φυλή, θρησκεία, χρώμα, φύλο κ.λπ.), αλλά οι λόγοι αυτοί δεν είναι αποκλειστικοί. Η συμπερίληψη του όρου «ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση» αυτό δείχνει(Tella and Svedoff,2001).
Ως αποτέλεσμα, οι διακρίσεις για οποιονδήποτε λόγο απαγορεύονται. Τρίτον, ο ορισμός των διακρίσεων απαγορεύει τις ενέργειες που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα τις διακρίσεις. Εξ ορισμού, η διαφθορά επιφέρει διακρίσεις και ως προς τον σκοπό και ως προς το αποτέλεσμα. Τέταρτον, οι διακρίσεις πρέπει να επιφέρουν συγκεκριμένο αποτέλεσμα εξάλειψης τους δικαιώματος της ίσης αναγνώρισης, απόλαυσης ή την εξάσκησης ενός ανθρώπινου δικαιώματος, όπως το δικαίωμα στη ζωή, στην εκπαίδευση και την υγεία.   Πολλές υποθέσεις διαφθοράς έχουν τέτοια αποτελέσματα,  δημιουργώντας διακρίσεις ή αποκλείουν, περιορίζουν ή προτιμούν με τρόπους που εμποδίζουν τα άτομα να ασκούν ένα ή περισσότερα δικαιώματα.
Την ίδια στιγμή, η διάκριση μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμη και αν δεν επηρεάζεται συγκεκριμένο δικαίωμα (εκτός από το δικαίωμα της ισότητας). Το άρθρο 26 του ΔΣΑΠΔ απαγορεύει τις διακρίσεις με νόμο ή στην πράξη, σε κάθε τομέα που ρυθμίζεται και προστατεύεται από τις δημόσιες αρχές και η εφαρμογή του δεν περιορίζεται στα δικαιώματα που προβλέπονται στο ΔΣΑΠΔ. Όταν ένα πρόσωπο αποκτά προνομιακή μεταχείριση μέσω δωροδοκίας, κανένα άλλο ανθρώπινο δικαίωμα δεν επηρεάζεται άμεσα, εκτός από το δικαίωμα στην ισότητα, δηλαδή το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης π.χ. κατά την διαδικασία θεώρησης μίας βίζας ή της τελωνειακής εκκαθάρισης εμπορευμάτων κ.λ.π (Tella and Svedoff,2001).
Το δικαίωμα αυτό στέκεται ανεξάρτητα από τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα. Με λίγα λόγια, κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να αντιμετωπίζεται ισότιμα από τους δημόσιους υπαλλήλους και αν ένα άτομο δωροδοκεί έναν δημόσιο λειτουργό, το άτομο αυτό αποκτά προνομιακή θέση σε σχέση με άλλα άτομα σε παρόμοια θέση τα οποία δεν έχουν δωροδοκήσει κανέναν(Dreifuss et al,2003).
Ομοίως, όταν από ένα άτομο ζητείται δωροδοκία προκειμένου να λάβει μια υπηρεσία την οποία το εν λόγω πρόσωπο δικαιούται δίχως πληρωμή, αυτό το άτομο υφίσταται δυσμενή διάκριση σε σχέση με άλλα άτομα που επίσης ζητούν αυτήν την υπηρεσία. Υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος και στα δύο παραδείγματα, διότι παρόμοιες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο και η διαφορά στην μεταχείριση προκύπτει από τη διαφθορά η οποία δεν αποτελεί μια αντικειμενική και εύλογη δικαιολογία.



Ολόκληρη η Εργασία   εδώ.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση αν και εφόσον αναφέρεται ο συγγραφέας.


Όλα τα παρακάτω επιστημονικά γραφόμενα, τυγχάνουν αναλογικής σκέψης και εφαρμογής στις Ένοπλες Δυνάμεις όσον αφορά τα ατομικά δικαιώματα που περιγράφονται στα άρθρα από 4 έως και 25 του Συντάγματος των Ελλήνων. Ειδικότερα, δεν είναι σπάνιο, δυστυχώς, το φαινόμενο το οποίο παρατηρείται σε πειθαρχικούς ελέγχους εκ μέρους Διοικητών / Διευθυντών, αφενός να μην τηρείται η νόμιμη διαδικασία κλήσης, ακρόασης, πρόσβαση του διωκόμενου σε έγγραφα, αφετέρου επιβολή ποινών χωρίς αιτιολόγηση με παντελή έλλειψη αναφοράς στους ισχυρισμούς του υφιστάμενου, ενώ κατά κόρον παρατηρούνται οι απαράδεκτες για το Διοικητικό Δίκαιο αιτήσεις τιμωρίας περιέχουσες έωλες ρήτρες όπως «δια έλλειψη σεβασμού», «δια πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων», «έθεσε σε κίνδυνο την υπηρεσία», «δια παντελή έλλειψη ανησυχίας» κλπ, κλπ. Τα παραπάνω φανερώνουν διοικητική ανεπάρκεια η οποία αξιολογείται τόσο διοικητικά όσο και ποινικά, δεδομένου ότι η πειθαρχική διαδικασία έχει έναν αλγόριθμο που πρέπει να ακολουθείται με λογική και χωρίς πάθος (κατά την ορθή προτροπή του Αριστοτέλη) προκειμένου να επιβάλλονται δίκαιες ποινές.


Του Γεωργίου Αλεξανδράκη, Αξιωματικού Π.Ν. Επιτελής του ΓΕΕΘΑ, Πτυχιούχος Νομικής  Αθηνών, Αριστούχου της Φιλοσοφικής Αθηνών, Master of Arts στις σπουδές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου