ΕΞΕΛΙΞΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ – ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ Α’ ΚΑΙ ΑΡΧΗ Β’ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
Δεκατέσσερις 14 μήνες μετά την υπογραφή του τρίτου αχρείαστου Μνημονίου, που φέρει τις υπογραφές Τσίπρα – Καμμένου, δεν έχει κλείσει ακόμη η πρώτη αξιολόγηση.
Απομένει ακόμη, η εκταμίευση των 2,8 δισ. ευρώ της υποδόσης, από τα συνολικά 10,3 δισ. ευρώ της πρώτης δόσης.
Για να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση θα απαιτηθεί η διευθέτηση μιας σειράς ζητημάτων, που αποτελούν «ουρές» των «προαπαιτουμένων δράσεων» της συμφωνίας με τους δανειστές.
Οι σημαντικότερες εξ αυτών, αφορούν στο διορισμό Δ.Σ. στο νέο Υπερταμείο και στις συστημικές τράπεζες, στην ολοκλήρωση της αποκρατικοποίησης του 5% του ΟΤΕ καθώς και στην ενίσχυση της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ).
Μαζί με την ολοκλήρωση των παραπάνω, θα πρέπει να διαγνωσθεί από τους δανειστές και η εξόφληση, σύμφωνα με το Πρόγραμμα, των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου (80% των 1,8 δισ. ευρώ που δόθηκαν για αυτό το σκοπό τον Ιούνιο 2016).
Εάν όλα αυτά πιστοποιηθούν στο σημερινό Eurogroup, τότε θα εκταμιευθούν τα 2,8 δισ. ευρώ της υποδόσης, εκ των οποίων τα 1,7 δισ. ευρώ θα κατευθυνθούν στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες.
Στη συνεχεία, θα ακολουθήσει η συζήτηση για την δεύτερη αξιολόγηση, η οποία περιλαμβάνει σειρά από δράσεις, οι οποίες ομαδοποιούνται στις εξής κυρίως κατηγορίες:
Δημοσιονομικά:
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, εδώ και δύο χρόνια, παρά τις ρητές προβλέψεις του υφιστάμενου πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης (Ν. 4270/2014), αλλά και του τρίτου Μνημονίου, δεν έχει καταθέσει Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ). Έτσι, το τελευταίο Μεσοπρόθεσμο είναι αυτό που υπέβαλλε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τον Μάιο 2014 (ΜΠΔΣ 2015 – 2018).
Η Κυβέρνηση κωλυσιεργεί και δεν καταθέτει το Μεσοπρόθεσμο, για δύο βασικούς λόγους: Α) Γιατί το τρίτο Μνημόνιο λήγει το 2018, ενώ το επόμενο ΜΠΔΣ θα εκτείνεται μέχρι το 2020 (ΜΠΔΣ 2017 – 2020). Επομένως, δεν θέλει να δείξει ότι έχει δεσμευθεί έναντι των εταίρων μας για στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ και μετά το 2018. Β) Γιατί μέσα στο ΜΠΔΣ 2017 – 2020, θα πρέπει να αποτυπωθούν τα νέα μέτρα της επόμενης περιόδου 2017 – 2020, ή/και να αναθεωρηθεί η απόδοση μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί το 2015 – 2016.
Πέραν του Μεσοπρόθεσμου, σοβαρά θέματα στην δεύτερη αξιολόγηση είναι τα ειδικά μισθολόγια και η εφαρμογή της Οδηγίας για τις καθυστερημένες πληρωμές («late payments directive») από το Δημόσιο προς τους ιδιώτες για εμπορικές συναλλαγές.
Αναφορικά με τα ειδικά μισθολόγια, αναμένεται να υπάρξουν σημαντικές μειώσεις για τους νεοπροσλαμβανόμενους σε όλα τα ειδικά μισθολόγια (ένστολοι, πανεπιστημιακοί, γιατροί, διπλωμάτες κ.λπ.), πλην δικαστών. Στους νυν υπηρετούντες, σύμφωνα με τα πρώτα σχέδια της Κυβέρνησης θα υπάρξει «διασφάλιση» των αποδοχών που καταβάλλονται σήμερα, ώστε να μην υποστούν ονομαστικές μειώσεις, μέσω της διατήρησης «προσωπικής διαφοράς».
Σχετικά με την Οδηγία για τις καθυστερημένες πληρωμές, σημειώνεται ότι οι πρώτες προσπάθειες ενσωμάτωσης της Οδηγίας έγιναν το 2014. Ωστόσο, ακόμη εκκρεμεί, η καταβολή τόκων υπερημερίας σε όσους το Δημόσιο καθυστερεί να αποπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του (πλέον των 90 ημερών). Η εφαρμογή επιτοκίου κοντά στο 8%, θα σήμαινε την επιβάρυνση του Κρατικού προϋπολογισμού με ένα ποσό ύψους 300.000.000 – 400.000.000 ευρώ ετησίως (με βάση υπολογισμού τις σημερινές οφειλές από το σκέλος των δαπανών).
Η θέση της Νέας Δημοκρατίας είναι ξεκάθαρη: η Κυβέρνηση οφείλει να καταθέσει άμεσα το ΜΠΔΣ 2017 – 2020. Κάθε μέρα που περνάει, συντηρεί την αβεβαιότητα, φέρνει τη χώρα σε δυσμενέστερη διαπραγματευτική θέση και αυξάνει το λογαριασμό των μέτρων. Επιπλέον, τάσσεται εναντίον οποιασδήποτε νέας περικοπής μισθών στα ειδικά μισθολόγια.
Ιδίως δε, εάν ληφθεί υπόψη ότι η ίδια η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προέβλεψε αυξήσεις 150.000.000 ευρώ στους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους. Επίσης, η Νέα Δημοκρατία πιστεύει ότι το Κράτος πρέπει να πάψει να καθυστερεί να αποπληρώνει τους ιδιώτες προμηθευτές του για το καλό της ρευστότητας και της εύρυθμης λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Οποιοδήποτε μέτρο αυξάνει τα κίνητρα ώστε το Κράτος να είναι συνεπής εταίρος στις υποχρεώσεις του είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Εργασιακά:
Στο πεδίο αυτό, η Κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με το σκληρό πυρήνα των συνδικαλιστών – ψηφοφόρων της, καθώς το βασικό σημείο τριβής είναι οι αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο. Τα υπόλοιπα θέματα, που έχουν τεθεί στο πεδίο της διαπραγμάτευσης, όπως η δυνατότητα θέσπισης ανταπεργίας / «lock-out», η χαλάρωση των όρων στις ομαδικές απολύσεις, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού και η προσφυγή σε διαιτησία, χρησιμοποιούνται από την Κυβέρνηση για να δείξει ότι κατάφερε κάτι σπουδαίο στις διαπραγματεύσεις. Επί της ουσίας, δεν ζητούνται από κανένα κοινωνικό εταίρο στο εσωτερικό ή από τους δανειστές μας στο εξωτερικό (πλην, ίσως, από το Δ.Ν.Τ. για ορισμένα εξ’ αυτών).
Η Νέα Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να ακολουθεί το κοινοτικό κεκτημένο και τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές (best practices) στα εργασιακά, γεγονός που το απέδειξε όσο ήταν στη διακυβέρνηση. Συγκεκριμένα, δεν θεωρεί ότι χρειάζεται να θεσπιστεί το «lock-out», ούτε αλλαγή στον κατώτατο μισθό και στις ομαδικές απολύσεις, αν και αναγνωρίζει ότι εκκρεμεί σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επί αυτού.
Τάσσεται υπέρ των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με δυνατότητα επιχειρησιακών συμβάσεων ή/και κλαδικών όπου είναι δυνατόν, καθώς και υπέρ της αμοιβαίας προσφυγής στη διαιτησία. Αντίθετα, θεωρεί ότι απαιτούνται τομές στο συνδικαλιστικό νόμο, ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα στην απεργία με δημοκρατικό τρόπο (απόφαση για απεργία με πλειοψηφία 50%+1 των εργαζομένων) και περιορισμό των υπέρμετρων προνομίων των συνδικαλιστών.
Ανταγωνιστικότητα – Ανάπτυξη:
Στο πεδίο αυτό, η Κυβέρνηση «λάμπει δια της αδρανείας της». Εδώ και ενάμιση σχεδόν χρόνο, παρά τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στο τρίτο Μνημόνιο, αδυνατεί να καταρτήσει ένα συνεκτικό αναπτυξιακό σχέδιο για την Ελλάδα. Παράλληλα, δεν κάνει τίποτα για να απλοποιήσει τις διαδικασίες και να μειώσει το διοικητικό φόρτο. Αδυνατεί να μειώσει τη γραφειοκρατία και να προάγει τον ανταγωνισμό (π.χ. εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ). Αδυνατεί να απλουστεύσει το νομοθετικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών.
Και αδυνατεί να υλοποιήσει, επιτέλους, το θεσμικό πλαίσιο που βρήκε έτοιμο από το 2014 για την εφοδιαστική αλυσίδα. Η Κυβέρνηση έχει μείνει τραγικά πίσω και στην αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους στην οικονομία και στα κόκκινα δάνεια, όπου ακόμη εκκρεμεί ο εξωδικαστικός συμβιβασμός. Ταυτόχρονα, σέρνονται οι ιδιωτικοποιήσεις. Οι πρώτες εταιρείες έχουν μεταφερθεί στο Υπερταμείο, αλλά ουσιαστικά, καμία αποκρατικοποίηση, πλην Ο.Λ.Π. και ΤΡΑΙΝΟΣΕ, δεν έχει προχωρήσει. Ενδεικτικά, το Ελληνικό ψηφίστηκε, αλλά μέχρι να υπάρξει διεθνής διαγωνισμός και σχετική άδεια για το Καζίνο, υπάρχει αρκετός δρόμος για να ξεκινήσει η επένδυση.
Η παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων ολοκληρώθηκε, αλλά το τίμημα δεν έχει καταβληθεί ακόμη (αναμένεται μέχρι τέλος του έτους). Η αποκρατικοποίηση της Δ.Ε.Η. και του ΔΕΣΦΑ συνθλίβεται στις κομματικές συμπληγάδες και τις διαφωνίες μεταξύ ΤΑΙΠΕΔ, αρμόδιου Υπουργού και Μαξίμου.
Τα θέματα αυτά όμως, κρατούν πίσω τη χώρα. Μέσω των «αριστερών» πλειστηριασμών πλήττονται νοικοκυριά που δοκιμάζονται, στερείται ρευστότητα από την ελληνική οικονομία, καθυστερεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, συντηρείται η αβεβαιότητα και αποθαρρύνονται επενδυτές, που θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν συγκριτικά πλεονεκτήματα της Πατρίδας μας.
Η Νέα Δημοκρατία εκτός από την αλλαγή του μείγματος πολιτικής, υποστηρίζει την ανάγκη επιτάχυνσης των αποκρατικοποιήσεων και υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τομών, πέρα από το τρίτο πρόγραμμα, που καθιστούν την ελληνική οικονομία περισσότερο ανταγωνιστική, εξωστρεφή και εύρωστη, ώστε να αναπτυχθεί με ρυθμούς 4% κατά μέσο όρο ετησίως την ερχόμενη πενταετία, να προσελκύσει 100 δισ. ευρώ επενδύσεων και να δημιουργήσει 120.000 θέσεις εργασίας κατά μέσο όρο το χρόνο τα επόμενα πέντε χρόνια.
Λοιπά Θέματα – Αφορολόγητο:
Τις τελευταίες ημέρες, δημοσιεύματα φέρουν την Παγκόσμια Τράπεζα να επαναφέρει στη συζήτηση την πρόταση για μείωση του «αφορολογήτου ορίου» από τα 8.636 ευρώ σήμερα, στα επίπεδα των 5.000 ευρώ. Μάλιστα, η πρόταση αυτή, φαίνεται να εντάσσεται στην ανάγκη χρηματοδότησης για την καθολική επέκταση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος από το 2017 και να στηρίζεται και από το Δ.Ν.Τ.
Η Νέα Δημοκρατία είναι ξεκάθαρη στο σχέδιό της για αλλαγή του μείγματος πολιτικής και στο τρίπτυχο «λιγότεροι φόροι, λιγότερες δαπάνες, αποτελεσματικότερο Κράτος». Με άμεσες, συγκεκριμένες μειώσεις φόρων 1,9 δισ. ευρώ στη διετία, που αντισταθμίζονται πλήρως από τη στοχευμένη μείωση δαπανών ύψους 2 δισ. ευρώ συνολικά.
ΕΠΟΜΕΝΩΣ, Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΑΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΕΙ ΠΟΡΟΥΣ:
Πρώτον, να πάψει να σκέφτεται νέα μέτρα στο σκέλος των εσόδων και να ανατρέξει στη συγκεκριμένη, κοστολογημένη, λίστα με 10 προτάσεις μείωσης δαπανών που παρουσιάσθηκαν στη Δ.Ε.Θ.
Δεύτερον, αντί να κωλυσιεργεί σχεδόν δύο χρόνια τώρα, να «τρέξει» να υλοποιήσει το συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο της ΝΔ για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τη διείσδυση του «πλαστικού χρήματος» στην ελληνική οικονομία. Σχέδιο απαραίτητο για να περιοριστεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, προς όφελος όλων.
Τρίτον, να πάψει να προστατεύει τους φοροφυγάδες και να κάνει, επιτέλους, κάτι για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου στα καύσιμα και την ταχεία διερεύνηση της «λίστας Λαγκάρντ» και της «λίστας εμβασμάτων» εξωτερικού.
Η Κυβέρνηση «πάτησε φρένο» στους ελέγχους στα καύσιμα και στη διερεύνηση των υποθέσεων της Λίστας Λαγκάρντ. Διερεύνηση, που απέφερε στο δημόσιο ταμείο, όχι 3 δισ. ευρώ που υπόσχονταν ο κ. Τσίπρας προεκλογικά, αλλά 38.000.000 ευρώ τελικά (συμπεριλαμβανομένων των ετών 2013 – 2014).
Πηγή: westcity.gr/
Δεκατέσσερις 14 μήνες μετά την υπογραφή του τρίτου αχρείαστου Μνημονίου, που φέρει τις υπογραφές Τσίπρα – Καμμένου, δεν έχει κλείσει ακόμη η πρώτη αξιολόγηση.
Απομένει ακόμη, η εκταμίευση των 2,8 δισ. ευρώ της υποδόσης, από τα συνολικά 10,3 δισ. ευρώ της πρώτης δόσης.
Για να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση θα απαιτηθεί η διευθέτηση μιας σειράς ζητημάτων, που αποτελούν «ουρές» των «προαπαιτουμένων δράσεων» της συμφωνίας με τους δανειστές.
Οι σημαντικότερες εξ αυτών, αφορούν στο διορισμό Δ.Σ. στο νέο Υπερταμείο και στις συστημικές τράπεζες, στην ολοκλήρωση της αποκρατικοποίησης του 5% του ΟΤΕ καθώς και στην ενίσχυση της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ).
Μαζί με την ολοκλήρωση των παραπάνω, θα πρέπει να διαγνωσθεί από τους δανειστές και η εξόφληση, σύμφωνα με το Πρόγραμμα, των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου (80% των 1,8 δισ. ευρώ που δόθηκαν για αυτό το σκοπό τον Ιούνιο 2016).
Εάν όλα αυτά πιστοποιηθούν στο σημερινό Eurogroup, τότε θα εκταμιευθούν τα 2,8 δισ. ευρώ της υποδόσης, εκ των οποίων τα 1,7 δισ. ευρώ θα κατευθυνθούν στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες.
Στη συνεχεία, θα ακολουθήσει η συζήτηση για την δεύτερη αξιολόγηση, η οποία περιλαμβάνει σειρά από δράσεις, οι οποίες ομαδοποιούνται στις εξής κυρίως κατηγορίες:
Δημοσιονομικά:
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, εδώ και δύο χρόνια, παρά τις ρητές προβλέψεις του υφιστάμενου πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης (Ν. 4270/2014), αλλά και του τρίτου Μνημονίου, δεν έχει καταθέσει Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ). Έτσι, το τελευταίο Μεσοπρόθεσμο είναι αυτό που υπέβαλλε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τον Μάιο 2014 (ΜΠΔΣ 2015 – 2018).
Η Κυβέρνηση κωλυσιεργεί και δεν καταθέτει το Μεσοπρόθεσμο, για δύο βασικούς λόγους: Α) Γιατί το τρίτο Μνημόνιο λήγει το 2018, ενώ το επόμενο ΜΠΔΣ θα εκτείνεται μέχρι το 2020 (ΜΠΔΣ 2017 – 2020). Επομένως, δεν θέλει να δείξει ότι έχει δεσμευθεί έναντι των εταίρων μας για στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ και μετά το 2018. Β) Γιατί μέσα στο ΜΠΔΣ 2017 – 2020, θα πρέπει να αποτυπωθούν τα νέα μέτρα της επόμενης περιόδου 2017 – 2020, ή/και να αναθεωρηθεί η απόδοση μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί το 2015 – 2016.
Πέραν του Μεσοπρόθεσμου, σοβαρά θέματα στην δεύτερη αξιολόγηση είναι τα ειδικά μισθολόγια και η εφαρμογή της Οδηγίας για τις καθυστερημένες πληρωμές («late payments directive») από το Δημόσιο προς τους ιδιώτες για εμπορικές συναλλαγές.
Αναφορικά με τα ειδικά μισθολόγια, αναμένεται να υπάρξουν σημαντικές μειώσεις για τους νεοπροσλαμβανόμενους σε όλα τα ειδικά μισθολόγια (ένστολοι, πανεπιστημιακοί, γιατροί, διπλωμάτες κ.λπ.), πλην δικαστών. Στους νυν υπηρετούντες, σύμφωνα με τα πρώτα σχέδια της Κυβέρνησης θα υπάρξει «διασφάλιση» των αποδοχών που καταβάλλονται σήμερα, ώστε να μην υποστούν ονομαστικές μειώσεις, μέσω της διατήρησης «προσωπικής διαφοράς».
Σχετικά με την Οδηγία για τις καθυστερημένες πληρωμές, σημειώνεται ότι οι πρώτες προσπάθειες ενσωμάτωσης της Οδηγίας έγιναν το 2014. Ωστόσο, ακόμη εκκρεμεί, η καταβολή τόκων υπερημερίας σε όσους το Δημόσιο καθυστερεί να αποπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του (πλέον των 90 ημερών). Η εφαρμογή επιτοκίου κοντά στο 8%, θα σήμαινε την επιβάρυνση του Κρατικού προϋπολογισμού με ένα ποσό ύψους 300.000.000 – 400.000.000 ευρώ ετησίως (με βάση υπολογισμού τις σημερινές οφειλές από το σκέλος των δαπανών).
Η θέση της Νέας Δημοκρατίας είναι ξεκάθαρη: η Κυβέρνηση οφείλει να καταθέσει άμεσα το ΜΠΔΣ 2017 – 2020. Κάθε μέρα που περνάει, συντηρεί την αβεβαιότητα, φέρνει τη χώρα σε δυσμενέστερη διαπραγματευτική θέση και αυξάνει το λογαριασμό των μέτρων. Επιπλέον, τάσσεται εναντίον οποιασδήποτε νέας περικοπής μισθών στα ειδικά μισθολόγια.
Ιδίως δε, εάν ληφθεί υπόψη ότι η ίδια η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προέβλεψε αυξήσεις 150.000.000 ευρώ στους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους. Επίσης, η Νέα Δημοκρατία πιστεύει ότι το Κράτος πρέπει να πάψει να καθυστερεί να αποπληρώνει τους ιδιώτες προμηθευτές του για το καλό της ρευστότητας και της εύρυθμης λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Οποιοδήποτε μέτρο αυξάνει τα κίνητρα ώστε το Κράτος να είναι συνεπής εταίρος στις υποχρεώσεις του είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Εργασιακά:
Στο πεδίο αυτό, η Κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με το σκληρό πυρήνα των συνδικαλιστών – ψηφοφόρων της, καθώς το βασικό σημείο τριβής είναι οι αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο. Τα υπόλοιπα θέματα, που έχουν τεθεί στο πεδίο της διαπραγμάτευσης, όπως η δυνατότητα θέσπισης ανταπεργίας / «lock-out», η χαλάρωση των όρων στις ομαδικές απολύσεις, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού και η προσφυγή σε διαιτησία, χρησιμοποιούνται από την Κυβέρνηση για να δείξει ότι κατάφερε κάτι σπουδαίο στις διαπραγματεύσεις. Επί της ουσίας, δεν ζητούνται από κανένα κοινωνικό εταίρο στο εσωτερικό ή από τους δανειστές μας στο εξωτερικό (πλην, ίσως, από το Δ.Ν.Τ. για ορισμένα εξ’ αυτών).
Η Νέα Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να ακολουθεί το κοινοτικό κεκτημένο και τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές (best practices) στα εργασιακά, γεγονός που το απέδειξε όσο ήταν στη διακυβέρνηση. Συγκεκριμένα, δεν θεωρεί ότι χρειάζεται να θεσπιστεί το «lock-out», ούτε αλλαγή στον κατώτατο μισθό και στις ομαδικές απολύσεις, αν και αναγνωρίζει ότι εκκρεμεί σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επί αυτού.
Τάσσεται υπέρ των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με δυνατότητα επιχειρησιακών συμβάσεων ή/και κλαδικών όπου είναι δυνατόν, καθώς και υπέρ της αμοιβαίας προσφυγής στη διαιτησία. Αντίθετα, θεωρεί ότι απαιτούνται τομές στο συνδικαλιστικό νόμο, ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα στην απεργία με δημοκρατικό τρόπο (απόφαση για απεργία με πλειοψηφία 50%+1 των εργαζομένων) και περιορισμό των υπέρμετρων προνομίων των συνδικαλιστών.
Ανταγωνιστικότητα – Ανάπτυξη:
Στο πεδίο αυτό, η Κυβέρνηση «λάμπει δια της αδρανείας της». Εδώ και ενάμιση σχεδόν χρόνο, παρά τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στο τρίτο Μνημόνιο, αδυνατεί να καταρτήσει ένα συνεκτικό αναπτυξιακό σχέδιο για την Ελλάδα. Παράλληλα, δεν κάνει τίποτα για να απλοποιήσει τις διαδικασίες και να μειώσει το διοικητικό φόρτο. Αδυνατεί να μειώσει τη γραφειοκρατία και να προάγει τον ανταγωνισμό (π.χ. εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ). Αδυνατεί να απλουστεύσει το νομοθετικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών.
Και αδυνατεί να υλοποιήσει, επιτέλους, το θεσμικό πλαίσιο που βρήκε έτοιμο από το 2014 για την εφοδιαστική αλυσίδα. Η Κυβέρνηση έχει μείνει τραγικά πίσω και στην αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους στην οικονομία και στα κόκκινα δάνεια, όπου ακόμη εκκρεμεί ο εξωδικαστικός συμβιβασμός. Ταυτόχρονα, σέρνονται οι ιδιωτικοποιήσεις. Οι πρώτες εταιρείες έχουν μεταφερθεί στο Υπερταμείο, αλλά ουσιαστικά, καμία αποκρατικοποίηση, πλην Ο.Λ.Π. και ΤΡΑΙΝΟΣΕ, δεν έχει προχωρήσει. Ενδεικτικά, το Ελληνικό ψηφίστηκε, αλλά μέχρι να υπάρξει διεθνής διαγωνισμός και σχετική άδεια για το Καζίνο, υπάρχει αρκετός δρόμος για να ξεκινήσει η επένδυση.
Η παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων ολοκληρώθηκε, αλλά το τίμημα δεν έχει καταβληθεί ακόμη (αναμένεται μέχρι τέλος του έτους). Η αποκρατικοποίηση της Δ.Ε.Η. και του ΔΕΣΦΑ συνθλίβεται στις κομματικές συμπληγάδες και τις διαφωνίες μεταξύ ΤΑΙΠΕΔ, αρμόδιου Υπουργού και Μαξίμου.
Τα θέματα αυτά όμως, κρατούν πίσω τη χώρα. Μέσω των «αριστερών» πλειστηριασμών πλήττονται νοικοκυριά που δοκιμάζονται, στερείται ρευστότητα από την ελληνική οικονομία, καθυστερεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, συντηρείται η αβεβαιότητα και αποθαρρύνονται επενδυτές, που θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν συγκριτικά πλεονεκτήματα της Πατρίδας μας.
Η Νέα Δημοκρατία εκτός από την αλλαγή του μείγματος πολιτικής, υποστηρίζει την ανάγκη επιτάχυνσης των αποκρατικοποιήσεων και υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τομών, πέρα από το τρίτο πρόγραμμα, που καθιστούν την ελληνική οικονομία περισσότερο ανταγωνιστική, εξωστρεφή και εύρωστη, ώστε να αναπτυχθεί με ρυθμούς 4% κατά μέσο όρο ετησίως την ερχόμενη πενταετία, να προσελκύσει 100 δισ. ευρώ επενδύσεων και να δημιουργήσει 120.000 θέσεις εργασίας κατά μέσο όρο το χρόνο τα επόμενα πέντε χρόνια.
Λοιπά Θέματα – Αφορολόγητο:
Τις τελευταίες ημέρες, δημοσιεύματα φέρουν την Παγκόσμια Τράπεζα να επαναφέρει στη συζήτηση την πρόταση για μείωση του «αφορολογήτου ορίου» από τα 8.636 ευρώ σήμερα, στα επίπεδα των 5.000 ευρώ. Μάλιστα, η πρόταση αυτή, φαίνεται να εντάσσεται στην ανάγκη χρηματοδότησης για την καθολική επέκταση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος από το 2017 και να στηρίζεται και από το Δ.Ν.Τ.
Η Νέα Δημοκρατία είναι ξεκάθαρη στο σχέδιό της για αλλαγή του μείγματος πολιτικής και στο τρίπτυχο «λιγότεροι φόροι, λιγότερες δαπάνες, αποτελεσματικότερο Κράτος». Με άμεσες, συγκεκριμένες μειώσεις φόρων 1,9 δισ. ευρώ στη διετία, που αντισταθμίζονται πλήρως από τη στοχευμένη μείωση δαπανών ύψους 2 δισ. ευρώ συνολικά.
ΕΠΟΜΕΝΩΣ, Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΑΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΕΙ ΠΟΡΟΥΣ:
Πρώτον, να πάψει να σκέφτεται νέα μέτρα στο σκέλος των εσόδων και να ανατρέξει στη συγκεκριμένη, κοστολογημένη, λίστα με 10 προτάσεις μείωσης δαπανών που παρουσιάσθηκαν στη Δ.Ε.Θ.
Δεύτερον, αντί να κωλυσιεργεί σχεδόν δύο χρόνια τώρα, να «τρέξει» να υλοποιήσει το συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο της ΝΔ για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τη διείσδυση του «πλαστικού χρήματος» στην ελληνική οικονομία. Σχέδιο απαραίτητο για να περιοριστεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, προς όφελος όλων.
Τρίτον, να πάψει να προστατεύει τους φοροφυγάδες και να κάνει, επιτέλους, κάτι για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου στα καύσιμα και την ταχεία διερεύνηση της «λίστας Λαγκάρντ» και της «λίστας εμβασμάτων» εξωτερικού.
Η Κυβέρνηση «πάτησε φρένο» στους ελέγχους στα καύσιμα και στη διερεύνηση των υποθέσεων της Λίστας Λαγκάρντ. Διερεύνηση, που απέφερε στο δημόσιο ταμείο, όχι 3 δισ. ευρώ που υπόσχονταν ο κ. Τσίπρας προεκλογικά, αλλά 38.000.000 ευρώ τελικά (συμπεριλαμβανομένων των ετών 2013 – 2014).
Πηγή: westcity.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου