21 Δεκεμβρίου 2014

Ο πειθαρχικός έλεγχος στις Ε.Δ. και η αντιμετώπιση του από το δίκαιο – Η προστασία διοίκησης και διοικούμενου - Μέρος ΄Α (Άρθρο του Γεωργίου Αλεξανδράκη, Αξιωματικός Π.Ν.)

Κάθε δίκαιο, τόσο το ιδιωτικό όσο και το δημόσιο, ασχολείται εκτενώς με την τιμωρία παραβατικής / αποκλίνουσας συμπεριφοράς ενός φυσικού, κατά κύριο λόγο, προσώπου. Ο έλεγχος και η μετά από αυτόν διαδικασία επιβολής ποινών είναι η μεγαλύτερη άμυνα της ευνομούμενης κοινωνίας που θέλει τα μέλη της να συνυπάρχουν αρμονικά, δεδομένου ότι ο άνθρωπος από την στιγμή που θα γεννηθεί μέχρι να αποβιώσει τοποθετεί στην πιο περίοπτη και σημαντική θέση το δικό του «θέλω / βουλητικό» υποτιμώντας τις ανάγκες των άλλων συνανθρώπων του. Γι’ αυτό το λόγο οι σύγχρονες πολιτείες έχουν αναπτύξει κανόνες ελέγχου και επιγενόμενης συνέπειας προκειμένου να περιοριστούν εκείνοι που ρέπουν προς το «εγώ» αντί για το «εμείς» .
Α’ ΜΕΡΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

Εδώ δεν θα μας απασχολήσει το πλέγμα δικαίου των Αστικών και Ποινικών κανόνων καθώς, ως παλαιότερα δίκαια, είναι αρκετά ορισμένα δικονομικώς και ως εκ τούτου οι δικαστές αλλά και οι διάδικοι είναι δύσκολο να αδικήσουν ή να αδικηθούν αντίστοιχα.
Θα μας απασχολήσει το πρόβλημα που ανακύπτει από επιβολή ποινών σε εξωδικαστικά πλαίσια από φυσικά πρόσωπα / όργανα που δεν έχουν νομική σκέψη και εκπαιδευμένο με επιστημονικό τρόπο αίσθημα δικαίου και τις πιο πολλές φορές δεν θέλουν να αποκτήσουν. Το μεγάλο θέμα που έχει απασχολήσει κυρίως τον διοικητικό μηχανισμό του Κράτους είναι η εφαρμογή της σχετικής διοικητικής / πειθαρχικής διαδικασίας καθώς η εξειδίκευση με θετό δίκαιο (κωδικοποιημένο δηλαδή) του Διοικητικού Δικαίου στην Ελλάδα είναι, συγκριτικά με άλλα δίκαια, πολύ νεαρό. Θα ρωτήσει κάποιος : «Τι είναι αυτό που κάνει στο δίκαιο αυτό τα πράγματα τόσο δύσκολα»; Η απάντηση σε αυτό θα μπορούσε να είναι μακροσκελής αλλά θα προσπαθήσω να πούμε τα βασικότερα δύο.
Α. Η, από αρχής κόσμου,  δίψα του ανθρώπου για εξουσία πάνω σε άλλους ανθρώπους και η ανάγκη αφενός να το δείχνει και αφετέρου οι άλλοι να πρέπει να το αποδέχονται και να υποτάσσονται.
Β. Η δυσκολία του ανθρώπου να αποδεχθεί περιορισμό των δικών του επιλογών / ενεργειών από κανόνες που έχουν ψηφίσει άλλοι.
Φανταστείτε ότι η Ευρώπη μιλάει για Ανθρώπινα Δικαιώματα για πάνω από διακόσια χρόνια και σήμερα τα Διοικητικά Δικαστήρια στην Ελλάδα δεν προλαβαίνουν να δικάσουν υποθέσεις παράνομης συμπεριφοράς της διοίκησης, οι οποίες χρειάζονται χρόνια για να φτάσουν στις αίθουσες.
Ως Αξιωματικός, θα περιοριστώ στην προβληματική εφαρμογής του Διοικητικού Δικαίου στο πειθαρχικό δίκαιο των Ενόπλων Δυνάμεων και λίγο περισσότερο ίσως, του Πολεμικού Ναυτικού. Ελπίζω αυτός ο περιορισμός να αποτελέσει λίγες σελίδες ανάγνωσης καθώς το Διοικητικό Δίκαιο είναι το πολυπλοκότερο τόσο στην Ελληνική όσο και στην Ευρωπαϊκή έννομη τάξη, γεγονός που αναγκάζει τον εκάστοτε γράφοντα  να σέβεται τον αναγνώστη, εξηγώντας τα γραφόμενα αφενός με ορθότητα και αφετέρου σε γλώσσα εξαιρετικά κατανοητή.
Θα αρχίσουμε, βέβαια, από τα βασικά και δη με τα εξής ερωτήματα/: «Υπάρχει σχέση ενός Κλάδου των Ε.Δ. με την «πολιτική έννομη τάξη» ή είναι κάτι ξεχωριστό με αποτέλεσμα το ένα να μην μπορεί να ελέγξει το άλλο; Ποιες είναι ποιο ισχυρές; Οι Διαταγές των Επιτελείων ή οι Νόμοι και τα Προεδρικά Διατάγματα»;
Οι Ένοπλες Δυνάμεις, αν και είναι από τα ζωτικότερα (αν όχι το σημαντικότερο) κύτταρα της Ελληνικής κοινωνίας, είναι ακριβώς αυτό: μέρος της Ελληνικής Πολιτικο-Κοινωνικής  ολότητας, όπερ σημαίνει ότι ρυθμίζονται και διέπονται από κανόνες είτε απευθείας Συνταγματικούς, είτε από υποδεέστερους, ή άλλως ειπείν, ιεραρχικά κατώτερους. Αμέσως γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει μια ιεράρχηση κανόνων δικαίου. Δεν γίνεται δηλαδή μια πρόβλεψη / ρύθμιση στο Σύνταγμα να «αναιρείται» γιατί ένας νόμος ή υπουργική απόφαση, ρύθμισε διαφορετικά.
Εδώ είναι αναγκαίο, για την πλήρη κατανόηση των επομένων γραμμών, ένα πολύ μικρό και εντελώς απλούστατο μάθημα Συνταγματικού Δικαίου το οποίο γίνεται κατανοητό νομίζω εύκολα από τον μέσο κοινωνικό άνθρωπο. Υπογραμμίζεται, βέβαια, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι όσο και αν είναι απλό, ο άνθρωπος επιλέγει ενσυνείδητα «να μην το κατανοεί» όταν τον περιορίζει και να το «κατανοεί» όταν θέλει μέσω αυτού αφενός να επιβληθεί και αφετέρου, σε άλλες περιπτώσεις, να προστατευθεί ο ίδιος.
Η Συνταγματική επιστημονική θεωρία (Ευρωπαίοι και Έλληνες Συνταγματολόγοι), λοιπόν, διδάσκει ότι ανάλογα με το όργανο που «νομοθετεί», από το οποίο δηλαδή θα προκύψει κανόνας δικαίου, προκύπτει και η ισχύς του νομοθετήματος. Πάνω από όλα, βέβαια, (με μεγάλο debate στην Ελληνική και Διεθνή / Ευρωπαϊκή θεωρία για το αν το Εθνικά Συντάγματα «κάμπτονται από υπερεθνικούς κανόνες) την κυρίαρχη θέση την έχουν διεθνή και Ευρωπαϊκά κείμενα (π.χ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου) τα οποία έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα δυνάμει του άρθρου 28 του Συντάγματος. Είναι αυτά που λέμε ότι «κατισχύουν» των νόμων λόγω «αυξημένης ισχύς τους». Μετά ακολουθεί ο Συνταγματικός μας Χάρτης δηλαδή αυτό που όλοι γνωρίζουμε ως Σύνταγμα, ήτοι αυτά τα 120 άρθρα τα οποία χωρισμένα σε κεφάλαια ρυθμίζουν τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και αυτών με την Πολιτεία. Αμέσως μετά σε ισχύ είναι οι νόμοι που ψηφίζει η Εθνική μας αντιπροσωπεία (οι Βουλευτές μας) στην Βουλή και ακολουθούν τα Προεδρικά Διατάγματα στα οποία δεν συμπράττει επιτροπή της βουλής, αλλά συμπράττουν δύο όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας, δηλαδή ένας υπουργός που προτείνει την ρύθμιση καθώς και ο ΠτΔ. Στην επόμενη θέση έρχονται οι Υπουργικές Αποφάσεις στις οποίες αυτός που αποφασίζει είναι ο Υπουργός μόνος του για θέματα του Υπουργείου του. Αν κάποιο θέμα άπτεται αρμοδιοτήτων πολλών Υπουργείων τότε μιλάμε για Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ), η οποία όμως παραμένει στην ιεραρχία κάτω από το Προεδρικό Διάταγμα τον Νόμο, το Σύνταγμα και τα Διεθνή / Ευρωπαϊκά κείμενα. Μετά τις Υπουργικές Αποφάσεις έρχονται σε ισχύ άλλες πράξεις της δημόσιας διοίκησης όπως απόφαση Περιφερειάρχη, απόφαση δημάρχου κλπ.

Τι σημαίνουν όλα αυτά όμως;

Πολύ απλό…αν υπάρχει νόμος που προβλέπει, για παράδειγμα, ότι για την έκδοση εγγράφου που ζητεί ο διοικούμενος, ο τελευταίος πρέπει να προσκομίσει στην αίτησή του (π.χ. για λήψη άδειας ανατροφής τέκνου) τέσσερα δικαιολογητικά, ΔΕΝ μπορεί ο αρμόδιος υπουργός / Διευθυντής Κλάδου να εκδώσει Υπουργική Απόφαση ή διαταγή αντίστοιχα, στην οποία να απαιτούνται έξι δικαιολογητικά.
 Είναι ακριβώς όπως σε μια στρατιωτική ιεραρχία. Δεν μπορεί άλλα να διατάσσει ο Ναύαρχος και από κάτω ο Αντιπλοίαρχος να διατάσσει άλλα. Βέβαια, θα πρέπει να πούμε ότι οι κανόνες δικαίου «περιορίζουν τον περιορισμό» του δικαιώματος και παρέχουν, πολλές φορές, διακριτική ευχέρεια σε διαστολή αυτού ΜΟΝΟ όταν είναι προς όφελος του διοικούμενου και ΑΝ δεν προσβάλλονται τα παρεχόμενα όρια από υφιστάμενο Νομοθέτημα. Για παράδειγμα, ο Ν.2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) που έχει εφαρμογή στο Δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (π.χ, ΥΠΕΘΑ και τα υπό αυτού όργανα)είναι ιεραρχικά ανώτερος από τον Σ.Κ. 20-1 ή τις Διατάξεις Πολεμικού Ναυτικού που έχουν κυρωθεί με μανδύα Προεδρικού Διατάγματος. Ο λόγος είναι σαφής. Η νομοθετική εξουσία (Βουλή) με την από αυτήν θεσπισμένους τυπικούς νόμους θέλει και κατισχύει των Στρατιωτικών Κανονισμών.
Συνέπεια αυτού είναι ότι αν παρατηρείται το φαινόμενο ένα γεγονός να ρυθμίζεται διαφορετικά στον Ν.2690/99 από ότι στις Διατάξεις Π.Ν. τότε, και μόνο για αυτό το γεγονός που είναι κοινό, θα «κατισχύσει» ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας. Για παράδειγμα, στην διοικητική ακρόαση / απολογία του διοικουμένου στον ΚΔΔιαδ (Ν.2690/1999 ΦΕΚ Α΄45) προβλέπεται προθεσμία τουλάχιστον 5 ημερών ενώ στις Διατάξεις Π.Ν. τρεις ημέρες. Λογικό και σύννομο είναι ο υφιστάμενος να έχει τις 5 ημέρες περιθώριο να απολογηθεί, ενώ «κλήση» για απολογία εντός «3 ημερών» δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει νέο πειθαρχικό έλεγχο του εγκαλουμένου επειδή δεν τήρησε το 3ήμερο και υπέβαλε την απολογία του την 5η ημέρα, αρκεί κατά την υποβολή της απολογίας του να έχει μνημονεύσει στα σχετικά έγγραφα ή μέσα στο επί του εγγράφου σώματι, τον οικείο Νόμο, για γνωστοποίηση στην υπηρεσία, η οποία, όμως, οφείλει να το γνωρίζει ούτως ή άλλως.
Τα παραπάνω αφορούν, σε πολύ γενικές γραμμές ένα μεγάλο κεφάλαιο στο Ελληνικό Δίκαιο το οποίο είναι, εν πολλοίς, γνωστό ως «Σύγκρουση Κανόνων Δικαίου» και λύνεται με τα εξής Αρχές / Αξιώματα:
(α) ο ανώτερος κανόνας κατισχύει του κατώτερου (lex superiorderogat inferiori),
(β) ο νεότερος κανόνας κατισχύει του παλαιότερου (lex posteriorderogate priori)
(γ) ο ειδικότερος κανόνας κατισχύει του γενικότερου (lex specialisderogate generali).
 Εδώ στο τελευταίο θέλει λίγο προσοχή γιατί για να εφαρμόσουμε το υπό (γ) θα πρέπει να εξασφαλίσουμε, αφενός, ότι δεν πρόκειται για ιεραρχικά ανώτερο κανόνα και αφετέρου (εδώ είναι και η δυσκολία) ότι δεν περιορίζεται Ατομικό Δικαίωμα παρεχόμενο από το Σύνταγμα, την περιγραφή των οποίων την συναντάμε στα άρθρα 4 έως και 25 του Συνταγματικού μας Χάρτη. Για παράδειγμα, η πολυπλοκότητα του Κεφαλαίου 18 των Διατάξεων Π.Ν., περί «αναφοράς παραπόνων και υποβολής ατομικών αναφορών», όπως αυτή διαπιστώνεται για την υλοποίηση του Συνταγματικού Δικαιώματος του «Αναφέρεσθαι» στις Αρχές του προσωπικού του Π.Ν. είναι θέμα που χρήζει επιστημονικής προσεγγίσεως.


Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ο εκάστοτε που θα εφαρμόσει πειθαρχικό έλεγχο κατά υφισταμένου, ο οποίος έχει διαπράξει μια πειθαρχική παράβαση ΠΡΕΠΕΙ να έχει στο μυαλό του ΟΛΟ  το πλέγμα των κανόνων δικαίου που εμπλέκονται στην «προηγούμενη ακρόαση» του διοικουμένου, μέρος της οποίας είναι και η κλήση σε απολογία με σκοπό την επιβολή ποινής. Δεν είναι βέβαια τόσο δύσκολο όσο ακούγεται. Υπάρχει ένας αλγόριθμος, τον οποίο θα αποδώσουμε στο παρόν άρθρο, μέσω του οποίου προστατεύεται τόσο η Διοίκηση από το να χαρακτηριστεί «επικίνδυνη και ανεπαρκής» από ενέργειες κακοδιοικήσεως όσο και ο διοικούμενος από άδικες ποινές. Δεν αναφερόμαστε στις δίκαιες ποινές διότι δεν είναι λίγες οι φορές που τα παραπτώματα είναι υπαρκτά και σαφώς πρέπει να τιμωρηθούν για να προστατευθεί ο σκοπός λειτουργίας της δημόσιας / διοικητικής βούλησης, αφετέρου, δε, είναι υποχρέωση του εκάστοτε Διοικητή να ασκεί τον προσήκοντα πειθαρχικό έλεγχο.




Του Γεωργίου Αλεξανδράκη, Αξιωματικού Π.Ν. Επιτελής του ΓΕΕΘΑ, Πτυχιούχος Νομικής  Αθηνών, Αριστούχου της Φιλοσοφικής Αθηνών, Master of Arts στις σπουδές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου